μιαρότης

μιαρότης
μῐᾰρότης, ητος, ,
A foulness, An.Ox.2.440.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μιαρότης — foulness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρότητα — μιαρότης foulness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρότητος — μιαρότης foulness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρότητα — Η (Α μιαρότης) [μιαρός] το να είναι κανείς μιαρός, αισχρότητα, ανιερότητα, ανοσιότητα νεοελλ. 1. βεβήλωση 2. μτφ. μόλυνση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”